- δημοσιολόγος
- ο публицист
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
δημοσιολόγος — ο ο ειδικός στη δημοσιολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Σπυρ. Ιωάν. Βαλέτα, Ιήτη] … Dictionary of Greek
δημοσιολόγος — ο, η ο επιστήμονας που ασχολείται με τη δημοσιολογία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δημοσιολογώ — ( έω) είμαι δημοσιολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δημοσιολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Αιών] … Dictionary of Greek
Λακορντέρ, Ζαν-Μπατίστ Ανρί — (Jean Baptiste Henri Lacordaire, Ρεσέ σιρ Ουρς 1802 – Σορέζ 1861). Γάλλος ιεροκήρυκας και δημοσιολόγος. Υπήρξε ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της καθολικής αντίδρασης εναντίον του βολτερικού σκεπτικισμού και του ιδεαλιστικού σοσιαλισμού… … Dictionary of Greek
Μποντέν, Ζαν — (Jean Bodin, Ανζέ 1530 – Λαν 1596). Γάλλος πολιτικός συγγραφέας και δημοσιολόγος. Καθηγητής της νομικής στην Τουλούζη, άσκησε τη δικηγορία στο Παρίσι (1561) και κατόπιν μπήκε στην υπηρεσία του βασιλιά. Ο Μ. έζησε την εποχή των θρησκευτικών… … Dictionary of Greek
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek
δημοσιολογία — η η επιστημονική μελέτη τού δημόσιου δικαίου και γενικότερα τών πολιτικών και κοινωνικών προβλημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < δημοσιολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1862 στον Ιωάννη Σούτζο] … Dictionary of Greek
φιλήμων — I Όνομα ιστορικών και μυθολογικών προσώπων. 1. Μυθολογικό πρόσωπο, που ζούσε στη Φρυγία με τη σύζυγό του Βαυκίδα, και φιλοξένησαν τον Δία στη φτωχική καλύβα τους. Σύμβολο συζυγικής αγάπης και ζευγάρι πολύ αγαπητό στους θεούς. Μετά τον θάνατό τους … Dictionary of Greek
Αξάκοφ, Ιβάν — (Ivan Aksakov, Ναντεζντίνο 1823 – Μόσχα 1886). Ρώσος ποιητής, δημοσιολόγος και ηγέτης των Σλαβόφιλων. Σπούδασε νομικά στο πανεπιστήμιο της Πετρούπολης και πρωταγωνίστησε στην προσπάθεια για την κατάργηση της δουλοπαροικίας και των σωματικών… … Dictionary of Greek
Βατέλ, Έμεριχ ντε- — (Emerich de Vattel, 1714 1767). Ελβετός δημοσιολόγος, φιλόσοφος και διπλωμάτης. Γιος προτεστάντη πάστορα, σπούδασε στη Βασιλεία και στη Γενεύη. Επηρεάστηκε από τη φιλοσοφία του Λάιμπνιτς και του Βολφ. Μεγάλη εντύπωση προκάλεσε το έργο του… … Dictionary of Greek
Γκονζάλες Πράντα, Μανουέλ — (Manuel Gonzalez Prada, Λίμα 1848 – 1918).Περουβιανός ποιητής, δημοσιολόγος και πολιτικός. Ίδρυσε το Επαναστατικό Δημοκρατικό Κόμμα, αλλά το 1902 διαφώνησε με την ιδεολογική του γραμμή και προσχώρησε στον αναρχισμό. Στα έργα του αρχικά είχε… … Dictionary of Greek